- ζω
- (AM ζῶ, -άω και -ήωΑ και ζώω και κρητ. τ. δώω)1. (για έμβια όντα) βρίσκομαι στη ζωή, υπάρχω, είμαι ζωντανός2. συντηρούμαι στη ζωή, πορίζομαι τα προς το ζην, αποζώ, διατρέφομαι3. διάγω τον βίο, διαμένω, κατοικώ, περνώ τη ζωή μου («ζει στα ξένα»)4. διάγω ορισμένο βίο, έχω ορισμένο τρόπο ζωής («ζω φτωχικά»)5. φρ. α) «ὕδωρ ζῶν» — η θεία αλήθειαβ) «ζῶ ἐν Χριστῶ» — διάγω, ζω σύμφωνα με τη χριστιανική διδασκαλίαγ) «ὁ υἱὸς τοῡ θεοῡ τοῡ ζῶντος» — ο Χριστόςδ) «τὸ εὖ ζῆν» — η ενάρετη ζωήε) «τα προς το ζην» — τα απαιτούμενα, τα απαραίτητα για να ζήσει κάποιος6. (τό έναρθρο απρμφ. ως ουσ.) τὸ ζῆνη ζωήνεοελλ.1. είμαι επιτήδειος, έχω την ικανότητα να διατηρούμαι στη ζωή2. εφαρμόζω κάτι (θεωρία, δίδαγμα κ.λπ.) στη ζωή μου, τό πραγματοποιώ κατά τη ζωή μου3. εφαρμόζω στον πρακτικό βίο μια ιδέα ή αρχή, έναν κανόνα, αισθάνομαι κάτι εντός μου («αυτός τη ζει την αγάπη»)4. αποκτώ πείρα κάποιου πράγματος, κατά το διάστημα τής ζωής μου, υφίσταμαι τον αντίκτυπο ορισμένης καταστάσεως5. δίνω ζωή σε κάποιον6. συμβιώνω, συζώ, συνοικώ7. φρ. α) «ζώντα μου, σου κ.λπ.» — όσο ή ενώ βρίσκομαι, βρίσκεσαι κ.λπ. στη ζωήβ) (ως ευχή, παράκληση ή προτροπή) «να ζεις» ή «να ζήσεις» ή «να ζήσει η αφεντιά σου» κ.λπ.γ) (ως όρκος ή ισχυρή, επιβεβαίωση) «να ζω» ή «να ζούμε» ή «να ζήσουμε» κ.λπ.μά την αλήθεια, αλήθειαδ) «ζω με κάποιον» — συζώ παράνομα, συνοικώ χωρίς νόμιμο γάμοε) «ζει και βασιλεύει» — κυριαρχεί ή ευδαιμονείστ) «ζει στα σύννεφα» ή «ζει στον Άρη» — ή «πού ζει;» — βρίσκεται έξω από την πραγματικότηταζ) «ζει και ζώνεται» — ζει σε πλήρη υγείαη) «ζει και ζαίνει ή ζένεται» — ζει σε αθλιότηταθ) «ζώσα εκκλησία» — μεταρρυθμιστική εκκλησιαστική κίνηση στη Ρωσία7. παροιμ. «ζήσε Μάη να φας τριφύλλι και τον Αύγουστο σταφύλι» — για πράγματα που, ενώ είναι άμεσης ανάγκης, έρχονται καθυστερημένα(η προστ. ενεστ. ως επιφών.) α) ζήτωας ζήσει, ας ζήσουν, εύγε, μπράβοβ) φρ. i) το ζήτωη ζητωκραυγή («χαλούσε ο κόσμος από τα ζήτω»)ii) «θα μάς φωνάξουν ζήτω» — θα μάς δεχθούν ενθουσιωδώςiii) «δεν κάνει ούτε για ζήτω» — είναι τελείως ανάξιος λόγουνεοελλ.-μσν.διατρέφω, συντηρώ κάποιον στη ζωήμσν.1. ξαναζώ, ανασταίνομαι2. παίρνω ζωή, χαίρομαι3. απολαμβάνω κάτι4. ανακτώ τις αισθήσεις μου5. φρ. α) «ασβέστης ζών» — άσβηστος ασβέστηςβ) «τροφή ζώσα» — ζεστή τροφήγ) «τὰ ζώντα μου» — η ζωή μουαρχ.1. δίνω ζωή, διατηρώ στη ζωή2. είμαι σε πλήρη ακμή, εξακολουθώ να υπάρχω, διαρκώ3. (με θρησκευτική ή ηθική έννοια) υπάρχω πραγματικά, ισχύω4. εκκλ. μετέχω στην ουράνια βασιλεία5. διάγω πραγματική, ανώτερη ζωή, γεμάτη δράση ή ευτυχία, καλοζώ.[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρήμα απαντά στον Όμηρο ασυναίρετο ζώω, ζώεις κ.λπ. εν αντιθέσει προς την αττική διάλεκτο, όπου εμφανίζεται συνηρημένο με θ. σε ē: ζω (< *ζήω), ζῄς κ.λπ. Το θ. ζω- ανάγεται σε IE *gwyō-, ενώ το θ. ζη- σε IE *gwyē-. Ως αόρ. χρησιμοποιείται ο εβίων (σπανίως ο έζησα) < IE *gwiyō-m με φωνήεν -ι- από τον οποίο προέκυψε υποχωρητικά ο ενεστώς βιόῳ, -ώ*, που σημαίνει «διάγω τον βίο μου» έναντι τού ζω «είμαι ζωντανός, υπάρχω στη ζωή» (πρβλ. επίσης βίος και υγιής, τα οποία ανάγονται στην ίδια ρίζα). Συνδέεται με το αβεστ. jyātu- «ζωή» και τα λατ. vīta, vīvere κ.λπ. που εμφανίζουν, εν αντιθέσει προς τα βίος, εβίων, μακρό φωνήεν -ῑ-.ΠΑΡ. ζωή, ζῴο(ν), ζώσιμος, ζωτικόςαρχ.ζωός].
Dictionary of Greek. 2013.